- αχαΐρευτος
- -η, -οαυτός που δε βλέπει χαΐρι, προκοπή, ο άτυχος, ο ανεπρόκοπος: Έφυγε ο αχαΐρευτος από τη δουλειά που του είχαμε βρει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αχαΐρευτος — η, ο [χαΐρι] 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος 2. ο άτυχος, ο κακότυχος 3. δύστροπος, κακός 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος 5. το ουδ. ως ουσ. (ευφημ.) το αχαΐρευτο το γεννητικό όργανο … Dictionary of Greek
Kostas Mentis — Konstantinos (Kostas) Mentis (Greek: Κώστας Μεντής, 1913 November 27, 1983) was a Greek actor. He was born in Amfilochia in the Aetolia Acarnania prefecture. He was the uncle of the actor Nena Menti (Νένα Μεντή) and played in comedies, second… … Wikipedia
ακαζάντιστος — η, ο [καζαντίζω] 1. αυτός που δεν καζάντισε, δεν απόκτησε περιουσία, κέρδη 2. απρόκοφτος, αχαΐρευτος … Dictionary of Greek
ανεπρόκοπος — η, ο (κ. βος, φτος) αυτός που δεν έχει προκοπή, δεν ευδοκιμεί, δεν προοδεύει, αχαίρευτος, κακομοίρης … Dictionary of Greek
θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… … Dictionary of Greek
κάβουρας — I Ονομασία δύο νησίδων του Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μυκόνου του νομού Κυκλάδων. 2. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται Β της Αντιπάρου και της νησίδας Διπλό, με… … Dictionary of Greek
μαγκούφης — α, ικο, θηλ. και ισσα 1. (κυρίως για γέροντα άγαμο) αυτός που ζει χωρίς οικογένεια, μόνος, έρημος 2. (ιδίως ως βρισιά) άνθρωπος ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος, ελεεινός 3. (για ζώα) αδέσποτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. valif «κληροδότημα», αντί βαγκούφης, με … Dictionary of Greek
μαγκούφικος — η, ο [μαγκούφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαγκούφη, στη μαγκουφιά, κακομοίρικος, κακορίζικος, αχαΐρευτος. επίρρ... μαγκούφικα κακορίζικα, κακομοίρικα … Dictionary of Greek
προκόπτω — ΝΜΑ, προκόβω και προκόφτω Ν [κόπτω / κόβω] 1. προοδεύω (α. «έβαλε μυαλό και πρόκοψε» β. «προκόψομεν οὐδέν» δεν θα προοδεύσουμε καθόλου, Αλκ.) 2. αναπτύσσομαι ηθικά και πνευματικά (α. «πρόκοψε στα γράμματα» β. «προκόπτειν ἐν τοῑς μαθήμασι»,… … Dictionary of Greek
ανεπρόκοπος — ανεπρόκοπος, η, ο και ανιπρόκοπος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προκόβει στη ζωή του, κακομοίρης, τεμπέλης, αχαΐρευτος: Είδες τον ανεπρόκοπο, άφησε τις ελιές αμάζευτες και τις πήραν οι βροχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)